κροκάτος

κροκάτος
-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, ο κιτρινωπός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κροκάτος — η, ο (AM κροκᾱτος, άτη, ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, άτη, ᾱτον) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ω τής αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα τού δειλινού», Βάρν.) μσν. 1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού 2. το …   Dictionary of Greek

  • κροκατομαγειρεία — κροκατομαγειρεία, ἡ (Μ) φαγητό καρυκευμένο με κρόκο αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκᾶτος + μαγειρεία] …   Dictionary of Greek

  • κροκοειδής — ές (AM κροκοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κροκάτος, κίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”